- πορνείου
- πορνεί̱ου , πορνεῖονbrothelneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταβερνοδύτης — ὁ, Α θαμώνας πορνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καπηλειό» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
τσατσά — η, Ν 1. ιδιοκτήτρια πορνείου 2. προαγωγός νεαρών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάτσα (Ι) «θεία»] … Dictionary of Greek